ahínco - ορισμός. Τι είναι το ahínco
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ahínco - ορισμός


ahínco      
ahínco (de "ahincar") m. Actitud del que hace algo poniendo en ello todo el esfuerzo o interés de que es capaz: "Se dedica con ahínco a aprender chino". *Afán. Afinco. Insistencia o intensidad con que se pide o se desea algo: "Me pidió con ahínco que le dejase venir conmigo". *Empeño.
ahincar      
Sinónimos
verbo
2) perseverar: perseverar, persistir, continuar
Palabras Relacionadas
Expresiones Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ahínco
1. A los que lo persiguieron con ahínco debo agradecerles que fortalecieran nuestra amistad.
2. El que ha puesto más ahínco es Orange, la marca de France Telecom.
3. Si se alcanza un acuerdo, ERC promovería con ahínco el sí entre sus bases.
4. Zapatero lanzó guiños a unos y a otros, quizá con mayor ahínco hacia los sindicatos.
5. Una de ellas, Miriam Esther, de 17 años, gritaba con especial ahínco.
Τι είναι ahínco - ορισμός